- κραγόν
- κράζωcroakaor part act masc voc sgκράζωcroakaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραγόν — (AM, Α και κράγον) επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. τού κραγός*, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., τού οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)] … Dictionary of Greek
κράγον — κράζω croak aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κράζω croak aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRAGUS — mons Ciliciae, Tauri pars. Plin. l. 5. c. 27. ex opposito habens montem Anticragum. Aliis est mons Lyciae. Sic dictus a Crago Tremiletis (alias Trenedeti) et Praxidicae nymphae filio. Ovid. l. 9. Met. v. 645. Iam Cragon, et Lymiren, Xanthique… … Hofmann J. Lexicon universale
κράγος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… … Dictionary of Greek